αδίκαστος

αδίκαστος
-η, -ο
αυτός που δε δικάστηκε, δεν κρίθηκε από δικαστήριο: Για πολύ καιρό έμεινε αδίκαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδίκαστος — without judgement given masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίκαστος — η, ο (Α ἀδίκαστος, ον) [δικάζω] αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο αρχ. αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής …   Dictionary of Greek

  • ἀδικάστως — ἀδίκαστος without judgement given adverbial ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκαστον — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc sg ἀδίκαστος without judgement given neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικάστους — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικάστων — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԴԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ա. ἁδίκαστος non judicatus, indemnatus Ոչ դատեալ, եւ ոչ դատելի. զերծ ʼի դատաստանէ. անպարտ. անմեղ. ... *Դատաւորն անդատ որպէս դատապարտեալ ʼի դատաւորաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”